Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεγαλουργός
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφυής
μεγαλόφωνος
μεγαλοψῡχίᾱ
μεγαλόψῡχος
μεγαλῡ́νω
μεγαλώνυμος
μεγαλωστί
μεγᾱ́νωρ
Μεγάρᾱ
Μέγαρα
Μέγαρα
Μεγαρίζω
μέγαρον
μέγας
μεγασθενής
μεγαυχής
μέγεθος
View word page
μεγαλωστί
μεγαλωστίadvsee underμέγας

ShortDef

far and wide, over a vast space

Debugging

Headword:
μεγαλωστί
Headword (normalized):
μεγαλωστί
Headword (normalized/stripped):
μεγαλωστι
IDX:
25340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25341
Key:
μεγαλωστί

Data

{'headword_display': '<b>μεγαλωστί</b>', 'content': '<XE><HG><HL>μεγαλωστί</HL><PS>adv</PS></HG><XR>see under<Ref>μέγας</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μεγαλωστί'}