Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεγαλουργίᾱ
μεγαλουργός
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφυής
μεγαλόφωνος
μεγαλοψῡχίᾱ
μεγαλόψῡχος
μεγαλῡ́νω
μεγαλώνυμος
μεγαλωστί
μεγᾱ́νωρ
Μεγάρᾱ
Μέγαρα
Μέγαρα
Μεγαρίζω
μέγαρον
μέγας
μεγασθενής
μεγαυχής
View word page
μεγαλ-ώνυμος
μεγαλ-ώνυμοςονadjὄνομα of deities, mythol. figureswith a mighty namerenowned, gloriousSapph.or Alc. Β.cj. S. Ar.

ShortDef

with a great name, giving glory

Debugging

Headword:
μεγαλώνυμος
Headword (normalized):
μεγαλώνυμος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλωνυμος
IDX:
25339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25340
Key:
μεγαλώνυμος

Data

{'headword_display': '<b>μεγαλ-ώνυμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεγαλ-ώνυμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὄνομα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of deities, mythol. figures</Indic><Def>with a mighty name</Def><Tr>renowned, glorious</Tr><Au>Sapph.<LblR>or <Au>Alc.</Au></LblR> Β.<LblR>cj.</LblR> S. Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μεγαλώνυμος'}