Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεγαλοπρεπής
μεγαλοσθενής
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόστονος
μεγαλοσχήμων
μεγαλουργίᾱ
μεγαλουργός
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφυής
μεγαλόφωνος
μεγαλοψῡχίᾱ
μεγαλόψῡχος
μεγαλῡ́νω
μεγαλώνυμος
μεγαλωστί
μεγᾱ́νωρ
Μεγάρᾱ
Μέγαρα
Μέγαρα
View word page
μεγαλο-φυής
μεγαλο-φυήςέςadjφυήcompar.
μεγαλοφυέστερος
compar.of a personof nobler naturePlb.

ShortDef

of noble nature

Debugging

Headword:
μεγαλοφυής
Headword (normalized):
μεγαλοφυής
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοφυης
IDX:
25334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25335
Key:
μεγαλοφυής

Data

{'headword_display': '<b>μεγαλο-φυής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεγαλο-φυής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φυή</Ref></Ety><FG><Deg><Lbl>compar.</Lbl><Form>μεγαλοφυέστερος</Form></Deg></FG></HG> <aS1><SGrm><GLbl>compar.</GLbl><Indic>of a person</Indic><Def>of nobler nature</Def><Au>Plb.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'μεγαλοφυής'}