Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεγαλοπρᾱγμοσύνη
μεγαλοπρᾱ́γμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοσθενής
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόστονος
μεγαλοσχήμων
μεγαλουργίᾱ
μεγαλουργός
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφυής
μεγαλόφωνος
μεγαλοψῡχίᾱ
μεγαλόψῡχος
μεγαλῡ́νω
μεγαλώνυμος
μεγαλωστί
μεγᾱ́νωρ
View word page
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφρονέωcontr.vbμεγαλόφρων have confidencew. ἐπί + dat.in oneselfX.be self-confidentPlb. Plu. mid.pejor.have a high opinion of oneselfPl.

ShortDef

to be high-minded

Debugging

Headword:
μεγαλοφρονέω
Headword (normalized):
μεγαλοφρονέω
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοφρονεω
IDX:
25331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25332
Key:
μεγαλοφρονέω

Data

{'headword_display': '<b>μεγαλοφρονέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μεγαλοφρονέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>μεγαλόφρων</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>have confidence</Tr><Cmpl><GLbl>w. <Ref>ἐπί</Ref> + dat.</GLbl>in oneself<Au>X.</Au></Cmpl><vS2><Tr>be self-confident</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></vS2> </vS1> <vS1><vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Indic>pejor.</Indic><Tr>have a high opinion of oneself</Tr><Au>Pl.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'μεγαλοφρονέω'}