Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεγαλόπολις
μεγαλοπόνηρος
μεγαλοπρᾱγμοσύνη
μεγαλοπρᾱ́γμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοσθενής
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόστονος
μεγαλοσχήμων
μεγαλουργίᾱ
μεγαλουργός
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφυής
μεγαλόφωνος
μεγαλοψῡχίᾱ
μεγαλόψῡχος
μεγαλῡ́νω
μεγαλώνυμος
View word page
μεγαλουργίᾱ
μεγαλουργίᾱᾱςfμεγαλουργός undertakingachievement of great thingsPlu. great workmanshipPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγαλουργίᾱ
Headword (normalized):
μεγαλουργίᾱ
Headword (normalized/stripped):
μεγαλουργια
IDX:
25329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25330
Key:
μεγαλουργίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>μεγαλουργίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μεγαλουργίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>μεγαλουργός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>undertaking<or/>achievement of great things</Tr><Au>Plu.</Au></nS1> <nS1><Tr>great workmanship</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μεγαλουργίᾱ'}