Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεγαλόπετρος
μεγαλόπολις
μεγαλοπόνηρος
μεγαλοπρᾱγμοσύνη
μεγαλοπρᾱ́γμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοσθενής
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόστονος
μεγαλοσχήμων
μεγαλουργίᾱ
μεγαλουργός
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφυής
μεγαλόφωνος
μεγαλοψῡχίᾱ
μεγαλόψῡχος
μεγαλῡ́νω
View word page
μεγαλο-σχήμων
μεγαλο-σχήμωνονgen.ονοςadjσχῆμα of a position of honourmighty in formmagnificent, imposingA.

ShortDef

magnificent

Debugging

Headword:
μεγαλοσχήμων
Headword (normalized):
μεγαλοσχήμων
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοσχημων
IDX:
25328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25329
Key:
μεγαλοσχήμων

Data

{'headword_display': '<b>μεγαλο-σχήμων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεγαλο-σχήμων</HL><Infl>ον</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ονος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σχῆμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a position of honour</Indic><Def>mighty in form</Def><Tr>magnificent, imposing</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μεγαλοσχήμων'}