Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεγαλόμητις
μεγαλόνοια
μεγαλόπετρος
μεγαλόπολις
μεγαλοπόνηρος
μεγαλοπρᾱγμοσύνη
μεγαλοπρᾱ́γμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοσθενής
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόστονος
μεγαλοσχήμων
μεγαλουργίᾱ
μεγαλουργός
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφυής
μεγαλόφωνος
μεγαλοψῡχίᾱ
View word page
μεγαλό-σπλαγχνος
μεγαλό-σπλαγχνοςονadjσπλάγχνoν of a person's spiritin high passionE.

ShortDef

with large heart: high-spirited

Debugging

Headword:
μεγαλόσπλαγχνος
Headword (normalized):
μεγαλόσπλαγχνος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοσπλαγχνος
IDX:
25326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25327
Key:
μεγαλόσπλαγχνος

Data

{'headword_display': '<b>μεγαλό-σπλαγχνος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>μεγαλό-σπλαγχνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σπλάγχνoν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person's spirit</Indic><Tr>in high passion</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>", 'key': 'μεγαλόσπλαγχνος'}