Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεγαλόκολπος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλομέρεια
μεγαλομερής
μεγαλόμητις
μεγαλόνοια
μεγαλόπετρος
μεγαλόπολις
μεγαλοπόνηρος
μεγαλοπρᾱγμοσύνη
μεγαλοπρᾱ́γμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοσθενής
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόστονος
μεγαλοσχήμων
μεγαλουργίᾱ
μεγαλουργός
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
View word page
μεγαλο-πρᾱ́γμων
μεγαλο-πρᾱ́γμωνονgen.ονοςadjπρᾶγμα intent on achieving great thingshighly ambitiousX. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγαλοπρᾱ́γμων
Headword (normalized):
μεγαλοπρᾱ́γμων
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοπραγμων
IDX:
25322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25323
Key:
μεγαλοπρᾱ́γμων

Data

{'headword_display': '<b>μεγαλο-πρᾱ́γμων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεγαλο-πρᾱ́γμων</HL><Infl>ον</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ονος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πρᾶγμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>intent on achieving great things</Def><Tr>highly ambitious</Tr><Au>X. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μεγαλοπρᾱ́γμων'}