μεγαλοπρᾱγμοσύνη
μεγαλοπρᾱγμοσύνηηςf[μεγαλοπρᾱ́γμων] high ambition
Plu.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεγαλοπρᾱγμοσύνη
Headword (normalized):
μεγαλοπρᾱγμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοπραγμοσυνη
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25322
Data
{'headword_display': '<b>μεγαλοπρᾱγμοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μεγαλοπρᾱγμοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>μεγαλοπρᾱ́γμων</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>high ambition</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μεγαλοπρᾱγμοσύνη'}