Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̓θλοθέτης
ἆθλον
ἆθλος
ᾱ̓θλοφόρος
ἀθόλωτος
ἀθορύβητος
ἀθόρυβος
Ἀθόως
ἄθραυστος
ἀθρέω
ἅθροι
ἁθροίζω
ἅθροισις
ἅθροισμα
ἁθροισμός
ἁθρόοι
ἄθρυπτος
ἀθῡμέω
ἀθῡμίᾱ
ἄθῡμος
ἄθῡρμα
View word page
ἅθροι
ἅθροιAtt.contr.pl.adjseeἁθρόοι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἅθροι
Headword (normalized):
ἅθροι
Headword (normalized/stripped):
αθροι
IDX:
2531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2532
Key:
ἅθροι

Data

{'headword_display': '<b>ἅθροι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἅθροι</HL><PS>Att.contr.pl.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἁθρόοι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἅθροι'}