Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεγαλογνώμων
μεγαλόδοξος
μεγαλοδωρίᾱ
μεγαλόδωρος
μεγαλόθῡμος
μεγάλοιτος
μεγαλοκευθής
μεγαλοκίνδῡνος
μεγαλοκλεής
μεγαλόκολπος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλομέρεια
μεγαλομερής
μεγαλόμητις
μεγαλόνοια
μεγαλόπετρος
μεγαλόπολις
μεγαλοπόνηρος
μεγαλοπρᾱγμοσύνη
μεγαλοπρᾱ́γμων
μεγαλοπρέπεια
View word page
μεγαλο-κόρυφος
μεγαλο-κόρυφοςονadjκορυφή of the earthwith great mountain peaksArist.quot.

ShortDef

with lofty summits

Debugging

Headword:
μεγαλοκόρυφος
Headword (normalized):
μεγαλοκόρυφος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοκορυφος
IDX:
25313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25314
Key:
μεγαλοκόρυφος

Data

{'headword_display': '<b>μεγαλο-κόρυφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεγαλο-κόρυφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κορυφή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the earth</Indic><Tr>with great mountain peaks</Tr><Au>Arist.<LblR>quot.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'μεγαλοκόρυφος'}