Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλόδοξος
μεγαλοδωρίᾱ
μεγαλόδωρος
μεγαλόθῡμος
μεγάλοιτος
μεγαλοκευθής
μεγαλοκίνδῡνος
μεγαλοκλεής
μεγαλόκολπος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλομέρεια
μεγαλομερής
μεγαλόμητις
μεγαλόνοια
μεγαλόπετρος
μεγαλόπολις
μεγαλοπόνηρος
μεγαλοπρᾱγμοσύνη
μεγαλοπρᾱ́γμων
View word page
μεγαλό-κολπος
μεγαλό-κολποςονadjκόλπος of Nightgreat-bosomedB.fr.cj. μελανόκολπος black-bosomed

ShortDef

full-bosomed

Debugging

Headword:
μεγαλόκολπος
Headword (normalized):
μεγαλόκολπος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοκολπος
IDX:
25312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25313
Key:
μεγαλόκολπος

Data

{'headword_display': '<b>μεγαλό-κολπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεγαλό-κολπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κόλπος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Night</Indic><Tr>great-bosomed</Tr><Au>B.<Wk>fr.</Wk></Au><Extra>cj. <Gr>μελανόκολπος</Gr> <ital>black-bosomed</ital></Extra></aS1></AE>', 'key': 'μεγαλόκολπος'}