Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεγαλίζομαι
μεγαλογκίη
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλόδοξος
μεγαλοδωρίᾱ
μεγαλόδωρος
μεγαλόθῡμος
μεγάλοιτος
μεγαλοκευθής
μεγαλοκίνδῡνος
μεγαλοκλεής
μεγαλόκολπος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλομέρεια
μεγαλομερής
μεγαλόμητις
μεγαλόνοια
μεγαλόπετρος
μεγαλόπολις
μεγαλοπόνηρος
View word page
μεγαλο-κίνδῡνος
μεγαλο-κίνδῡνοςονadj braving danger for great causesArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγαλοκίνδῡνος
Headword (normalized):
μεγαλοκίνδῡνος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοκινδυνος
IDX:
25310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25311
Key:
μεγαλοκίνδῡνος

Data

{'headword_display': '<b>μεγαλο-κίνδῡνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεγαλο-κίνδῡνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Tr>braving danger for great causes</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μεγαλοκίνδῡνος'}