Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγαλογκίη
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλόδοξος
μεγαλοδωρίᾱ
μεγαλόδωρος
μεγαλόθῡμος
μεγάλοιτος
μεγαλοκευθής
μεγαλοκίνδῡνος
μεγαλοκλεής
μεγαλόκολπος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλομέρεια
μεγαλομερής
μεγαλόμητις
μεγαλόνοια
μεγαλόπετρος
μεγαλόπολις
View word page
μεγαλο-κευθής
μεγαλο-κευθήςέςadjκεῦθος of chamberswith great inner depthscapaciousPi.

ShortDef

concealing much: capacious

Debugging

Headword:
μεγαλοκευθής
Headword (normalized):
μεγαλοκευθής
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοκευθης
IDX:
25309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25310
Key:
μεγαλοκευθής

Data

{'headword_display': '<b>μεγαλο-κευθής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεγαλο-κευθής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κεῦθος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of chambers</Indic><Def>with great inner depths</Def><Tr>capacious</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μεγαλοκευθής'}