Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεγαλήγορος
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγαλογκίη
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλόδοξος
μεγαλοδωρίᾱ
μεγαλόδωρος
μεγαλόθῡμος
μεγάλοιτος
μεγαλοκευθής
μεγαλοκίνδῡνος
μεγαλοκλεής
μεγαλόκολπος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλομέρεια
μεγαλομερής
μεγαλόμητις
μεγαλόνοια
μεγαλόπετρος
View word page
μεγάλ-οιτος
μεγάλ-οιτοςονadjοἶτος of a rejected loverutterly ruinedTheoc.

ShortDef

very wretched

Debugging

Headword:
μεγάλοιτος
Headword (normalized):
μεγάλοιτος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοιτος
IDX:
25308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25309
Key:
μεγάλοιτος

Data

{'headword_display': '<b>μεγάλ-οιτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεγάλ-οιτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>οἶτος</Ref></Ety></HG> <aS1> <Indic>of a rejected lover</Indic><Tr>utterly ruined</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μεγάλοιτος'}