Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεγαληγορίᾱ
μεγαλήγορος
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγαλογκίη
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλόδοξος
μεγαλοδωρίᾱ
μεγαλόδωρος
μεγαλόθῡμος
μεγάλοιτος
μεγαλοκευθής
μεγαλοκίνδῡνος
μεγαλοκλεής
μεγαλόκολπος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλομέρεια
μεγαλομερής
μεγαλόμητις
μεγαλόνοια
View word page
μεγαλό-θῡμος
μεγαλό-θῡμοςονadjθῡμός of a temperamenthigh-spiritedPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγαλόθῡμος
Headword (normalized):
μεγαλόθῡμος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοθυμος
IDX:
25307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25308
Key:
μεγαλόθῡμος

Data

{'headword_display': '<b>μεγαλό-θῡμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεγαλό-θῡμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θῡμός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a temperament</Indic><Tr>high-spirited</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μεγαλόθῡμος'}