Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεγαληγορέω
μεγαληγορίᾱ
μεγαλήγορος
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγαλογκίη
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλόδοξος
μεγαλοδωρίᾱ
μεγαλόδωρος
μεγαλόθῡμος
μεγάλοιτος
μεγαλοκευθής
μεγαλοκίνδῡνος
μεγαλοκλεής
μεγαλόκολπος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλομέρεια
μεγαλομερής
μεγαλόμητις
View word page
μεγαλό-δωρος
μεγαλό-δωροςονadjδῶρον of a person or godbestowing gifts on a large scalemunificentAr. Plb. Plu.neut.sb.munificence, lavish givingPlu.

ShortDef

making great presents, munificent

Debugging

Headword:
μεγαλόδωρος
Headword (normalized):
μεγαλόδωρος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοδωρος
IDX:
25306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25307
Key:
μεγαλόδωρος

Data

{'headword_display': '<b>μεγαλό-δωρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεγαλό-δωρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δῶρον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person or god</Indic><Def>bestowing gifts on a large scale</Def><Tr>munificent</Tr><Au>Ar. Plb. Plu.</Au><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>munificence, lavish giving</Def><Au>Plu.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'μεγαλόδωρος'}