Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεγαλεπήβολος
μεγάλευκτος
μεγαληγορέω
μεγαληγορίᾱ
μεγαλήγορος
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγαλογκίη
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλόδοξος
μεγαλοδωρίᾱ
μεγαλόδωρος
μεγαλόθῡμος
μεγάλοιτος
μεγαλοκευθής
μεγαλοκίνδῡνος
μεγαλοκλεής
μεγαλόκολπος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλομέρεια
View word page
μεγαλό-δοξος
μεγαλό-δοξοςονadjδόξα of Eunomiaof great reputegloriousPi.of RomePlu.

ShortDef

very glorious

Debugging

Headword:
μεγαλόδοξος
Headword (normalized):
μεγαλόδοξος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοδοξος
IDX:
25304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25305
Key:
μεγαλόδοξος

Data

{'headword_display': '<b>μεγαλό-δοξος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεγαλό-δοξος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δόξα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Eunomia</Indic><Def>of great repute</Def><Tr>glorious</Tr><Au>Pi.</Au><aS2><Indic>of Rome</Indic><Au>Plu.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'μεγαλόδοξος'}