Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαλεπήβολος
μεγάλευκτος
μεγαληγορέω
μεγαληγορίᾱ
μεγαλήγορος
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγαλογκίη
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλόδοξος
μεγαλοδωρίᾱ
μεγαλόδωρος
μεγαλόθῡμος
μεγάλοιτος
μεγαλοκευθής
μεγαλοκίνδῡνος
μεγαλοκλεής
μεγαλόκολπος
View word page
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνωμοσύνηηςfμεγαλογνώμων high-mindedness, high-principled behaviourX.

ShortDef

high-mindedness

Debugging

Headword:
μεγαλογνωμοσύνη
Headword (normalized):
μεγαλογνωμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
μεγαλογνωμοσυνη
IDX:
25302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25303
Key:
μεγαλογνωμοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>μεγαλογνωμοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μεγαλογνωμοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>μεγαλογνώμων</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>high-mindedness, high-principled behaviour</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μεγαλογνωμοσύνη'}