Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεγαλαυχίᾱ
μεγάλαυχος
μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαλεπήβολος
μεγάλευκτος
μεγαληγορέω
μεγαληγορίᾱ
μεγαλήγορος
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγαλογκίη
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλόδοξος
μεγαλοδωρίᾱ
μεγαλόδωρος
μεγαλόθῡμος
μεγάλοιτος
μεγαλοκευθής
μεγαλοκίνδῡνος
View word page
μεγαλίζομαι
μεγαλίζομαιmid.vb think highly of oneselfbe proudhaughtyHom.

ShortDef

to be exalted, to bear oneself proudly

Debugging

Headword:
μεγαλίζομαι
Headword (normalized):
μεγαλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
μεγαλιζομαι
IDX:
25300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25301
Key:
μεγαλίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>μεγαλίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μεγαλίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Def>think highly of oneself</Def><Tr>be proud<or/>haughty</Tr><Au>Hom.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μεγαλίζομαι'}