Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεγαλᾱ̄́νωρ
μεγάλᾱτος
μεγαλαυχέω
μεγαλαυχίᾱ
μεγάλαυχος
μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαλεπήβολος
μεγάλευκτος
μεγαληγορέω
μεγαληγορίᾱ
μεγαλήγορος
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγαλογκίη
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλόδοξος
μεγαλοδωρίᾱ
μεγαλόδωρος
μεγαλόθῡμος
View word page
μεγαληγορίᾱ
μεγαληγορίᾱ
dial.μεγαλᾱγορίᾱ
ᾱςf
boastful speechE. X.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγαληγορίᾱ
Headword (normalized):
μεγαληγορίᾱ
Headword (normalized/stripped):
μεγαληγορια
IDX:
25297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25298
Key:
μεγαληγορίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>μεγαληγορίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μεγαληγορίᾱ</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>μεγαλᾱγορίᾱ</FmHL></DL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>boastful speech</Tr><Au>E. X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μεγαληγορίᾱ'}