Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεγαλᾱνορίᾱ
μεγαλᾱ̄́νωρ
μεγάλᾱτος
μεγαλαυχέω
μεγαλαυχίᾱ
μεγάλαυχος
μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαλεπήβολος
μεγάλευκτος
μεγαληγορέω
μεγαληγορίᾱ
μεγαλήγορος
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγαλογκίη
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλόδοξος
μεγαλοδωρίᾱ
μεγαλόδωρος
View word page
μεγαληγορέω
μεγαληγορέωcontr.vbμεγαλήγορος speak boastfullyX. Plu.

ShortDef

to talk big, boast

Debugging

Headword:
μεγαληγορέω
Headword (normalized):
μεγαληγορέω
Headword (normalized/stripped):
μεγαληγορεω
IDX:
25296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25297
Key:
μεγαληγορέω

Data

{'headword_display': '<b>μεγαληγορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μεγαληγορέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>μεγαλήγορος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>speak boastfully</Tr><Au>X. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μεγαληγορέω'}