Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεγαλάδικος
μεγαλᾱνορίᾱ
μεγαλᾱ̄́νωρ
μεγάλᾱτος
μεγαλαυχέω
μεγαλαυχίᾱ
μεγάλαυχος
μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαλεπήβολος
μεγάλευκτος
μεγαληγορέω
μεγαληγορίᾱ
μεγαλήγορος
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγαλογκίη
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλόδοξος
μεγαλοδωρίᾱ
View word page
μεγάλ-ευκτος
μεγάλ-ευκτοςονadjεὐκτός earnestly prayed forPlu.quot.poet.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγάλευκτος
Headword (normalized):
μεγάλευκτος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλευκτος
IDX:
25295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25296
Key:
μεγάλευκτος

Data

{'headword_display': '<b>μεγάλ-ευκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεγάλ-ευκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>εὐκτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>earnestly prayed for</Tr><Au>Plu.<LblR>quot.poet.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'μεγάλευκτος'}