Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεγακήτης
μεγαλᾱγορίᾱ
μεγαλάδικος
μεγαλᾱνορίᾱ
μεγαλᾱ̄́νωρ
μεγάλᾱτος
μεγαλαυχέω
μεγαλαυχίᾱ
μεγάλαυχος
μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαλεπήβολος
μεγάλευκτος
μεγαληγορέω
μεγαληγορίᾱ
μεγαλήγορος
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγαλογκίη
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
View word page
μεγαλειότης
μεγαλειότηςητοςf grandeur, majestyw.gen.of God, ArtemisNT.

ShortDef

majesty

Debugging

Headword:
μεγαλειότης
Headword (normalized):
μεγαλειότης
Headword (normalized/stripped):
μεγαλειοτης
IDX:
25293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25294
Key:
μεγαλειότης

Data

{'headword_display': '<b>μεγαλειότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μεγαλειότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>grandeur, majesty<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of God, Artemis</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μεγαλειότης'}