Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

με
μεγαβρόντης
μεγαθαρσής
μέγαθος
μεγάθῡμος
μεγαίνητος
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγαλᾱγορίᾱ
μεγαλάδικος
μεγαλᾱνορίᾱ
μεγαλᾱ̄́νωρ
μεγάλᾱτος
μεγαλαυχέω
μεγαλαυχίᾱ
μεγάλαυχος
μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαλεπήβολος
μεγάλευκτος
μεγαληγορέω
View word page
μεγαλᾱνορίᾱ
μεγαλᾱνορίᾱᾱςdial.fμεγαλᾱ́νωρ great manly deedproud exploitPi.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγαλᾱνορίᾱ
Headword (normalized):
μεγαλᾱνορίᾱ
Headword (normalized/stripped):
μεγαλανορια
IDX:
25286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25287
Key:
μεγαλᾱνορίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>μεγαλᾱνορίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μεγαλᾱνορίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>dial.f</PS><Ety><Ref>μεγαλᾱ́νωρ</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>great manly deed</Def><Tr>proud exploit</Tr><Au>Pi.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μεγαλᾱνορίᾱ'}