Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαψυλάκᾱς
με
μεγαβρόντης
μεγαθαρσής
μέγαθος
μεγάθῡμος
μεγαίνητος
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγαλᾱγορίᾱ
μεγαλάδικος
μεγαλᾱνορίᾱ
μεγαλᾱ̄́νωρ
μεγάλᾱτος
μεγαλαυχέω
μεγαλαυχίᾱ
μεγάλαυχος
μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαλεπήβολος
μεγάλευκτος
View word page
μεγαλ-άδικος
μεγαλ-άδικοςονadj unjust on a grand scale Arist.

ShortDef

unjust in great matters

Debugging

Headword:
μεγαλάδικος
Headword (normalized):
μεγαλάδικος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλαδικος
IDX:
25285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25286
Key:
μεγαλάδικος

Data

{'headword_display': '<b>μεγαλ-άδικος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μεγαλ-άδικος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Tr>unjust on a grand scale </Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μεγαλάδικος'}