Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαχητικός
μαχητός
μάχιμος
μάχλος
μαχλοσύνη
μάχομαι
μᾶχος
μάψ
μαψαῦραι
μαψίδιος
μαψιλόγος
μαψυλάκᾱς
με
μεγαβρόντης
μεγαθαρσής
μέγαθος
μεγάθῡμος
μεγαίνητος
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγαλᾱγορίᾱ
View word page
μαψι-λόγος
μαψι-λόγοςονadj of birds of omenvain-talkinghHom.

ShortDef

idly talking

Debugging

Headword:
μαψιλόγος
Headword (normalized):
μαψιλόγος
Headword (normalized/stripped):
μαψιλογος
IDX:
25274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25275
Key:
μαψιλόγος

Data

{'headword_display': '<b>μαψι-λόγος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μαψι-λόγος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of birds of omen</Indic><Tr>vain-talking</Tr><Au>hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μαψιλόγος'}