Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαχαίτᾱς
μᾱχανᾱ́
μαχᾱτᾱ́ς
μάχη
μαχήμων
μαχητής
μαχητικός
μαχητός
μάχιμος
μάχλος
μαχλοσύνη
μάχομαι
μᾶχος
μάψ
μαψαῦραι
μαψίδιος
μαψιλόγος
μαψυλάκᾱς
με
μεγαβρόντης
μεγαθαρσής
View word page
μαχλοσύνη
μαχλοσύνηηςf lust, lecheryof a manIl.dub.of womenHes.fr. Hdt.

ShortDef

lewdness, lust, wantonness

Debugging

Headword:
μαχλοσύνη
Headword (normalized):
μαχλοσύνη
Headword (normalized/stripped):
μαχλοσυνη
IDX:
25268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25269
Key:
μαχλοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>μαχλοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μαχλοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>lust, lechery<Expl>of a man</Expl></Tr><Au>Il.<LblR>dub.</LblR></Au><nS2><Indic>of women</Indic><Au>Hes.<Wk>fr.</Wk> Hdt.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'μαχλοσύνη'}