Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαχαιροποιός
μαχαιροπώλιον
μαχαιροφόρος
μαχαίτᾱς
μᾱχανᾱ́
μαχᾱτᾱ́ς
μάχη
μαχήμων
μαχητής
μαχητικός
μαχητός
μάχιμος
μάχλος
μαχλοσύνη
μάχομαι
μᾶχος
μάψ
μαψαῦραι
μαψίδιος
μαψιλόγος
μαψυλάκᾱς
View word page
μαχητός
μαχητόςή όνadj of an evil, ref. to Charybdis, in neg.phr.able to be fought againstOd.

ShortDef

to be fought with

Debugging

Headword:
μαχητός
Headword (normalized):
μαχητός
Headword (normalized/stripped):
μαχητος
IDX:
25265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25266
Key:
μαχητός

Data

{'headword_display': '<b>μαχητός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μαχητός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of an evil, ref. to Charybdis, in neg.phr.</Indic><Tr>able to be fought against</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μαχητός'}