Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̓́θλησις
ᾱ̓θλητήρ
ᾱ̓θλητής
ᾱ̓θλητικός
ᾱ̓́θλιος
ᾱ̓θλιότης
ᾱ̓θλοθέτης
ἆθλον
ἆθλος
ᾱ̓θλοφόρος
ἀθόλωτος
ἀθορύβητος
ἀθόρυβος
Ἀθόως
ἄθραυστος
ἀθρέω
ἅθροι
ἁθροίζω
ἅθροισις
ἅθροισμα
ἁθροισμός
View word page
ἀ-θόλωτος
ἀ-θόλωτοςονadjprivatv.prfx.,θολόω of a springnot muddiedHes.

ShortDef

untroubled

Debugging

Headword:
ἀθόλωτος
Headword (normalized):
ἀθόλωτος
Headword (normalized/stripped):
αθολωτος
IDX:
2525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2526
Key:
ἀθόλωτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-θόλωτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-θόλωτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>θολόω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a spring</Indic><Tr>not muddied</Tr><Au>Hes.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀθόλωτος'}