Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μάττω
μαῦλις
μαυρόω
μάχᾱ
μάχαιρα
μαχαίριον
μαχαιρίς
μαχαιρομαχέω
μαχαιροποιεῖον
μαχαιροποιός
μαχαιροπώλιον
μαχαιροφόρος
μαχαίτᾱς
μᾱχανᾱ́
μαχᾱτᾱ́ς
μάχη
μαχήμων
μαχητής
μαχητικός
μαχητός
μάχιμος
View word page
μαχαιρο-πώλιον
μαχαιρο-πώλιονουnπωλέω cutlery shopPlu.

ShortDef

a cutler's shop

Debugging

Headword:
μαχαιροπώλιον
Headword (normalized):
μαχαιροπώλιον
Headword (normalized/stripped):
μαχαιροπωλιον
IDX:
25256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25257
Key:
μαχαιροπώλιον

Data

{'headword_display': '<b>μαχαιρο-πώλιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μαχαιρο-πώλιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>πωλέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>cutlery shop</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μαχαιροπώλιον'}