Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ματτυολοιχός
μάττω
μαῦλις
μαυρόω
μάχᾱ
μάχαιρα
μαχαίριον
μαχαιρίς
μαχαιρομαχέω
μαχαιροποιεῖον
μαχαιροποιός
μαχαιροπώλιον
μαχαιροφόρος
μαχαίτᾱς
μᾱχανᾱ́
μαχᾱτᾱ́ς
μάχη
μαχήμων
μαχητής
μαχητικός
μαχητός
View word page
μαχαιρο-ποιός
μαχαιρο-ποιόςοῦmποιέω knife-maker, cutlerAr. Aeschin. D. Plu. sword-makerPlu.

ShortDef

a cutler

Debugging

Headword:
μαχαιροποιός
Headword (normalized):
μαχαιροποιός
Headword (normalized/stripped):
μαχαιροποιος
IDX:
25255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25256
Key:
μαχαιροποιός

Data

{'headword_display': '<b>μαχαιρο-ποιός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μαχαιρο-ποιός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ποιέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>knife-maker, cutler</Tr><Au>Ar. Aeschin. D. Plu.</Au></nS1> <nS1><Tr>sword-maker</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μαχαιροποιός'}