Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μᾱτρυλεῖον
μᾱτρῷος
ματτυολοιχός
μάττω
μαῦλις
μαυρόω
μάχᾱ
μάχαιρα
μαχαίριον
μαχαιρίς
μαχαιρομαχέω
μαχαιροποιεῖον
μαχαιροποιός
μαχαιροπώλιον
μαχαιροφόρος
μαχαίτᾱς
μᾱχανᾱ́
μαχᾱτᾱ́ς
μάχη
μαχήμων
μαχητής
View word page
μαχαιρομαχέω
μαχαιρομαχέωcontr.vbμάχομαι practise sword-fighting w.dat.w. wooden swordsPlb.

ShortDef

fight with a μάχαιρα

Debugging

Headword:
μαχαιρομαχέω
Headword (normalized):
μαχαιρομαχέω
Headword (normalized/stripped):
μαχαιρομαχεω
IDX:
25253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25254
Key:
μαχαιρομαχέω

Data

{'headword_display': '<b>μαχαιρομαχέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μαχαιρομαχέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>μάχομαι</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>practise sword-fighting</Tr> <Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. wooden swords<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'μαχαιρομαχέω'}