Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μασχάλη
μασχαλίζομαι
μασχαλιστήρ
μάτᾱ
ματᾴζω
ματαιολόγος
ματαιοπονέω
μάταιος
μάτᾱν
ματάω
μᾱτέρος
ματεύω
ματέω
μάτη
μάτημι
μάτημι
μάτην
μᾱ́τηρ
ματίη
μᾱτιολοιχός
μᾱτραδελφεός
View word page
μᾱτέρος
μᾱτέροςdial.gen.seeμήτηρ

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μᾱτέρος
Headword (normalized):
μᾱτέρος
Headword (normalized/stripped):
ματερος
IDX:
25223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25224
Key:
μᾱτέρος

Data

{'headword_display': '<b>μᾱτέρος</b>', 'content': '<XE><RefFm>μᾱτέρος<LblR>dial.gen.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μήτηρ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μᾱτέρος'}