Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαστροπείᾱ
μαστροπεύω
μαστροπός
μαστύς
μασχάλη
μασχαλίζομαι
μασχαλιστήρ
μάτᾱ
ματᾴζω
ματαιολόγος
ματαιοπονέω
μάταιος
μάτᾱν
ματάω
μᾱτέρος
ματεύω
ματέω
μάτη
μάτημι
μάτημι
μάτην
View word page
ματαιοπονέω
ματαιοπονέωcontr.vb labour in vainPlb.

ShortDef

labour in vain

Debugging

Headword:
ματαιοπονέω
Headword (normalized):
ματαιοπονέω
Headword (normalized/stripped):
ματαιοπονεω
IDX:
25219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25220
Key:
ματαιοπονέω

Data

{'headword_display': '<b>ματαιοπονέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ματαιοπονέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>labour in vain</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ματαιοπονέω'}