Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαστός
μαστροπείᾱ
μαστροπεύω
μαστροπός
μαστύς
μασχάλη
μασχαλίζομαι
μασχαλιστήρ
μάτᾱ
ματᾴζω
ματαιολόγος
ματαιοπονέω
μάταιος
μάτᾱν
ματάω
μᾱτέρος
ματεύω
ματέω
μάτη
μάτημι
μάτημι
View word page
ματαιο-λόγος
ματαιο-λόγοςονadj of poetsidly talkingTelest.

ShortDef

talking idly, at random

Debugging

Headword:
ματαιολόγος
Headword (normalized):
ματαιολόγος
Headword (normalized/stripped):
ματαιολογος
IDX:
25218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25219
Key:
ματαιολόγος

Data

{'headword_display': '<b>ματαιο-λόγος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ματαιο-λόγος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of poets</Indic><Tr>idly talking</Tr><Au>Telest.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ματαιολόγος'}