Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαστίω
μαστοειδής
μαστός
μαστροπείᾱ
μαστροπεύω
μαστροπός
μαστύς
μασχάλη
μασχαλίζομαι
μασχαλιστήρ
μάτᾱ
ματᾴζω
ματαιολόγος
ματαιοπονέω
μάταιος
μάτᾱν
ματάω
μᾱτέρος
ματεύω
ματέω
μάτη
View word page
μάτᾱ
μάτᾱdial.fseeμάτη

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μάτᾱ
Headword (normalized):
μάτᾱ
Headword (normalized/stripped):
ματα
IDX:
25216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25217
Key:
μάτᾱ

Data

{'headword_display': '<b>μάτᾱ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>μάτᾱ</HL><PS>dial.f</PS></HG><XR>see<Ref>μάτη</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μάτᾱ'}