Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαστιχάω
μαστίω
μαστοειδής
μαστός
μαστροπείᾱ
μαστροπεύω
μαστροπός
μαστύς
μασχάλη
μασχαλίζομαι
μασχαλιστήρ
μάτᾱ
ματᾴζω
ματαιολόγος
ματαιοπονέω
μάταιος
μάτᾱν
ματάω
μᾱτέρος
ματεύω
ματέω
View word page
μασχαλιστήρ
μασχαλιστήρῆροςm band passing under the armpitschest-bandHdt.fettering PrometheusA.

ShortDef

a broad strap passing round the horse

Debugging

Headword:
μασχαλιστήρ
Headword (normalized):
μασχαλιστήρ
Headword (normalized/stripped):
μασχαλιστηρ
IDX:
25215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25216
Key:
μασχαλιστήρ

Data

{'headword_display': '<b>μασχαλιστήρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μασχαλιστήρ</HL><Infl>ῆρος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>band passing under the armpits</Def><Tr>chest-band</Tr><Au>Hdt.</Au><nS2><Indic>fettering Prometheus</Indic><Au>A.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'μασχαλιστήρ'}