Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μάστις
μαστιχάω
μαστίω
μαστοειδής
μαστός
μαστροπείᾱ
μαστροπεύω
μαστροπός
μαστύς
μασχάλη
μασχαλίζομαι
μασχαλιστήρ
μάτᾱ
ματᾴζω
ματαιολόγος
ματαιοπονέω
μάταιος
μάτᾱν
ματάω
μᾱτέρος
ματεύω
View word page
μασχαλίζομαι
μασχαλίζομαιpass.vbaor.
ἐμασχαλίσθην
of a murdered manhave one's extremities cut off and strung round the neck and under the armpitsbe mutilatedA. S.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μασχαλίζομαι
Headword (normalized):
μασχαλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
μασχαλιζομαι
IDX:
25214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25215
Key:
μασχαλίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>μασχαλίζομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>μασχαλίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.</Lbl><Form>ἐμασχαλίσθην</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a murdered man</Indic><Def>have one's extremities cut off and strung round the neck and under the armpits</Def><Tr>be mutilated</Tr><Au>A. S.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'μασχαλίζομαι'}