Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μάστιξ
μαστιόων
μάστις
μαστιχάω
μαστίω
μαστοειδής
μαστός
μαστροπείᾱ
μαστροπεύω
μαστροπός
μαστύς
μασχάλη
μασχαλίζομαι
μασχαλιστήρ
μάτᾱ
ματᾴζω
ματαιολόγος
ματαιοπονέω
μάταιος
μάτᾱν
ματάω
View word page
μαστύς
μαστύςύοςfμαστεύω activity of searchingsearchCall.w.gen.for foodS.cj.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαστύς
Headword (normalized):
μαστύς
Headword (normalized/stripped):
μαστυς
IDX:
25212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25213
Key:
μαστύς

Data

{'headword_display': '<b>μαστύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μαστύς</HL><Infl>ύος</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>μαστεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>activity of searching</Def><Tr>search</Tr><Au>Call.</Au><nS2><Indic><GLbl>w.gen.</GLbl>for food</Indic><Au>S.<LblR>cj.</LblR></Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'μαστύς'}