Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαστίζω
μαστικτήρ
μαστίκτωρ
μάστιξ
μαστιόων
μάστις
μαστιχάω
μαστίω
μαστοειδής
μαστός
μαστροπείᾱ
μαστροπεύω
μαστροπός
μαστύς
μασχάλη
μασχαλίζομαι
μασχαλιστήρ
μάτᾱ
ματᾴζω
ματαιολόγος
ματαιοπονέω
View word page
μαστροπείᾱ
μαστροπείᾱᾱςfμαστροπεύω procuringof persons, for sexX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαστροπείᾱ
Headword (normalized):
μαστροπείᾱ
Headword (normalized/stripped):
μαστροπεια
IDX:
25209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25210
Key:
μαστροπείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>μαστροπείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μαστροπείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>μαστροπεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>procuring<Expl>of persons, for sex</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μαστροπείᾱ'}