Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀθησαύριστος
ἄθικτος
ᾱ̓θλεύω
ᾱ̓θλέω
ᾱ̓́θλημα
ᾱ̓́θλησις
ᾱ̓θλητήρ
ᾱ̓θλητής
ᾱ̓θλητικός
ᾱ̓́θλιος
ᾱ̓θλιότης
ᾱ̓θλοθέτης
ἆθλον
ἆθλος
ᾱ̓θλοφόρος
ἀθόλωτος
ἀθορύβητος
ἀθόρυβος
Ἀθόως
ἄθραυστος
ἀθρέω
View word page
ᾱ̓θλιότης
ᾱ̓θλιότηςητοςf misery, wretchednessPl. X.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾱ̓θλιότης
Headword (normalized):
ᾱ̓θλιότης
Headword (normalized/stripped):
αθλιοτης
IDX:
2520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2521
Key:
ᾱ̓θλιότης

Data

{'headword_display': '<b>ᾱ̓θλιότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ᾱ̓θλιότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>misery, wretchedness</Tr><Au>Pl. X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ᾱ̓θλιότης'}