Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαστῑγόω
μαστῑγωτέος
μαστίζω
μαστικτήρ
μαστίκτωρ
μάστιξ
μαστιόων
μάστις
μαστιχάω
μαστίω
μαστοειδής
μαστός
μαστροπείᾱ
μαστροπεύω
μαστροπός
μαστύς
μασχάλη
μασχαλίζομαι
μασχαλιστήρ
μάτᾱ
ματᾴζω
View word page
μαστο-ειδής
μαστο-ειδήςέςadjμαστόςεἶδος1 of a hillbreast-shapedroundedPlb.

ShortDef

like a breast

Debugging

Headword:
μαστοειδής
Headword (normalized):
μαστοειδής
Headword (normalized/stripped):
μαστοειδης
IDX:
25207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25208
Key:
μαστοειδής

Data

{'headword_display': '<b>μαστο-ειδής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μαστο-ειδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μαστός</Ref><Ref>εἶδος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a hill</Indic><Def>breast-shaped</Def><Tr>rounded</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μαστοειδής'}