Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαστιάω
μαστῑγίᾱς
μαστῑγοφόροι
μαστῑγόω
μαστῑγωτέος
μαστίζω
μαστικτήρ
μαστίκτωρ
μάστιξ
μαστιόων
μάστις
μαστιχάω
μαστίω
μαστοειδής
μαστός
μαστροπείᾱ
μαστροπεύω
μαστροπός
μαστύς
μασχάλη
μασχαλίζομαι
View word page
μάστις
μάστιςιοςIon.freltd.μάστιξonly acc.
μάστιν
and dat.
μάστῑ
whipused to spur on horsesHom.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μάστις
Headword (normalized):
μάστις
Headword (normalized/stripped):
μαστις
IDX:
25204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25205
Key:
μάστις

Data

{'headword_display': '<b>μάστις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μάστις</HL><Infl>ιος</Infl><PS>Ion.f</PS><Ety>reltd.<Ref>μάστιξ</Ref></Ety><FG><Case><Lbl>only acc. <Form>μάστιν</Form> and dat. <Form>μάστῑ</Form></Lbl></Case></FG></HG> <nS1><Tr>whip<Expl>used to spur on horses</Expl></Tr><Au>Hom.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μάστις'}