Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
μαστήριος
μαστιάω
μαστῑγίᾱς
μαστῑγοφόροι
μαστῑγόω
μαστῑγωτέος
μαστίζω
μαστικτήρ
μαστίκτωρ
μάστιξ
μαστιόων
μάστις
μαστιχάω
μαστίω
μαστοειδής
μαστός
μαστροπείᾱ
μαστροπεύω
μαστροπός
μαστύς
μασχάλη
View word page
μαστιόων
μαστιόων
ep.pres.ptcpl.
see
μαστιάω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μαστιόων
Headword (normalized):
μαστιόων
Headword (normalized/stripped):
μαστιοων
IDX:
25203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25204
Key:
μαστιόων
Data
{'headword_display': '<b>μαστιόων</b>', 'content': '<XE><RefFm>μαστιόων<LblR>ep.pres.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μαστιάω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μαστιόων'}