Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαστεύω
μαστήρ
μαστήριος
μαστιάω
μαστῑγίᾱς
μαστῑγοφόροι
μαστῑγόω
μαστῑγωτέος
μαστίζω
μαστικτήρ
μαστίκτωρ
μάστιξ
μαστιόων
μάστις
μαστιχάω
μαστίω
μαστοειδής
μαστός
μαστροπείᾱ
μαστροπεύω
μαστροπός
View word page
μαστίκτωρ
μαστίκτωροροςm whipper, floggerof criminalsA.

ShortDef

a scourger

Debugging

Headword:
μαστίκτωρ
Headword (normalized):
μαστίκτωρ
Headword (normalized/stripped):
μαστικτωρ
IDX:
25201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25202
Key:
μαστίκτωρ

Data

{'headword_display': '<b>μαστίκτωρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μαστίκτωρ</HL><Infl>ορος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>whipper, flogger<Expl>of criminals</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μαστίκτωρ'}