Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστήριος
μαστιάω
μαστῑγίᾱς
μαστῑγοφόροι
μαστῑγόω
μαστῑγωτέος
μαστίζω
μαστικτήρ
μαστίκτωρ
μάστιξ
μαστιόων
μάστις
μαστιχάω
μαστίω
μαστοειδής
μαστός
μαστροπείᾱ
μαστροπεύω
View word page
μαστικτήρ
μαστικτήρῆροςm one who uses a whipfig., ref. to a speechscourgew.gen.of the heartA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαστικτήρ
Headword (normalized):
μαστικτήρ
Headword (normalized/stripped):
μαστικτηρ
IDX:
25200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25201
Key:
μαστικτήρ

Data

{'headword_display': '<b>μαστικτήρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μαστικτήρ</HL><Infl>ῆρος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who uses a whip</Def><nS2><Indic>fig., ref. to a speech</Indic><Tr>scourge<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of the heart</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'μαστικτήρ'}