Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μασταρύζω
μάστειρα
μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστήριος
μαστιάω
μαστῑγίᾱς
μαστῑγοφόροι
μαστῑγόω
μαστῑγωτέος
μαστίζω
μαστικτήρ
μαστίκτωρ
μάστιξ
μαστιόων
μάστις
μαστιχάω
μαστίω
μαστοειδής
μαστός
View word page
μαστῑγωτέος
μαστῑγωτέοςᾱ ονvbl.adj of a personto be whippedAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαστῑγωτέος
Headword (normalized):
μαστῑγωτέος
Headword (normalized/stripped):
μαστιγωτεος
IDX:
25198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25199
Key:
μαστῑγωτέος

Data

{'headword_display': '<b>μαστῑγωτέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μαστῑγωτέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>to be whipped</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μαστῑγωτέος'}