Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Μασσαλίᾱ
μάσσομαι
μάσσω
μᾱ́σσων
μάσταξ
μασταρύζω
μάστειρα
μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστήριος
μαστιάω
μαστῑγίᾱς
μαστῑγοφόροι
μαστῑγόω
μαστῑγωτέος
μαστίζω
μαστικτήρ
μαστίκτωρ
μάστιξ
μαστιόων
View word page
μαστήριος
μαστήριοςᾱ ονadjepith. of Hermesgood at searchingA.

ShortDef

good at search

Debugging

Headword:
μαστήριος
Headword (normalized):
μαστήριος
Headword (normalized/stripped):
μαστηριος
IDX:
25193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25194
Key:
μαστήριος

Data

{'headword_display': '<b>μαστήριος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μαστήριος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>epith. of Hermes</Indic><Tr>good at searching</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μαστήριος'}