Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μασδός
μάσθλης
μασθός
Μασσαλίᾱ
μάσσομαι
μάσσω
μᾱ́σσων
μάσταξ
μασταρύζω
μάστειρα
μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστήριος
μαστιάω
μαστῑγίᾱς
μαστῑγοφόροι
μαστῑγόω
μαστῑγωτέος
μαστίζω
μαστικτήρ
View word page
μαστευτής
μαστευτήςοῦmμαστεύω searcherfor an objectX.

ShortDef

seeker, searcher

Debugging

Headword:
μαστευτής
Headword (normalized):
μαστευτής
Headword (normalized/stripped):
μαστευτης
IDX:
25190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25191
Key:
μαστευτής

Data

{'headword_display': '<b>μαστευτής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μαστευτής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>μαστεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>searcher<Expl>for an object</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μαστευτής'}